- θερμογονία
- η1) калорийность; 2) теплопроводность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερμογονία — η [θερμογόνος] η ιδιότητα τού θερμογόνου, η παραγωγή θερμότητας … Dictionary of Greek